Dictionary of Greek. 2013.
γουσλάρος — και γουζλάρος, ο [γούσλα] πλανόδιος οργανοπαίκτης στη Σερβία … Dictionary of Greek
γούζλα — γουζλάρος, γουζλί βλ. γούσλα κ.λπ … Dictionary of Greek